• 210 51 55 889

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Γιορτάσαμε τὴν Ἀνάσταση καὶ συνεχίζουμε νὰ τὴ γιορτάζουμε τὴν κάθε στιγμὴ καὶ νὰ τὴν ἐπιτελοῦμε σὲ κάθε Θεία Λειτουργία. Ἔχουμε τὴν ἔμπειρη πληροφορία ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ μεγάλη κι ἀπερίγραπτη χαρά, ποὺ σκεπάζει ὅλα τὰ προβλήματα καὶ κάνει ἄχρηστες ὅλες τὶς λύσεις · γιατὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας, τὸ τέλος τοῦ πολιτισμοῦ, τὸ τέλος τῆς περιπέτειας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλων τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, ἀκόμα καὶ τῶν ἀνόργανων, ἕνα τέλος θριαμβικὰ δοξαστικό, ἕνα ἀτελείωτο παναρμόνιο Ἀμήν.

Ἐμεῖς τὸ γευτήκαμε αὐτὸ τὸ Ἀμὴν καὶ εἴδαμε τὴ θύρα τοῦ Παραδείσου νὰ μᾶς ἀνοίγεται καὶ ὅλα τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων νὰ μᾶς χαμογελοῦν μὲ ἁπλωμένα χέρια.
Αὐτὰ δὲν εἶναι λογοτεχνία οὔτε ὑπερβολές, εἶναι ἡ χειροπιαστὴ πραγματικότητα, ἀφοῦ ἔσμιξε μὲ τὸ κορμὶ τοῦ καθενός μας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Κι ἀφοῦ ἀνεβήκαμε ἐδῶ πάνω “ εἰς τόπον ὑψηλόν ”, ὅπως ψάλλουν οἱ Κανόνες τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος, δηλώνουμε ὅτι διατηροῦμε μέσα μας τὴ γεύση καὶ τὴ μνήμη αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς θεωρίας. Εἴμαστε λοιπὸν ἀναστημένοι . . .

Ἡ ζωή μας ὅμως πάνω στὴ γῆ συνεχίζεται, ὅπως τῶν Μυροφόρων μὲ τὴν “ πεῖραν ” τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Κύριος μετακινεῖ τὸ Ἀμὴν μακρύτερα, γιὰ νὰ μᾶς κάνει πληρέστερα καὶ δικαιότερα μετόχους τῆς Ἀναστάσεως. Κι ἐμεῖς χρωστᾶμε νὰ ῥωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας ἂν ἔχουμε πράγματι ὁλοκληρωμένα καὶ ἀκράδαντα τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἂν καὶ βροντήξαμε τὴν Ἀνάσταση, οὔτε σ’ ὅλο τὸ ὕψος της τὴ νιώσαμε οὔτε τόσο καθαρὴ καὶ δυνατὴ τὴ συντηρήσαμε ὅσο ἔπρεπε. Καὶ ὀφείλουμε ν’ ἀναζητήσουμε τὴν αἰτία.

Ἡ αἰτία εἶναι, ἀδελφοί μου, τὸ ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση δὲν περάσαμε ἀπὸ τὴν τριήμερη ταφή, αὐτὴν ποὺ πέρασε ὁ Κύριος κατὰ τὸ ἀνθρώπινο μέρος τῆς ὑποστάσεώς του. Τὴ χαρὰ ἑνὸς νεκροῦ ποὺ ἀναστήθηκε, τὴ χαρὰ ποὺ νιώθει ὁ ἴδιος καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνει στοὺς ἄλλους γύρω του δὲν τὴ νιώθει κανένας ζωντανός, ποὺ δὲν ἔχει γευτεῖ προηγουμένως τὴν ἀσήκωτη πίκρα τοῦ θανάτου.

Κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, γιὰ νὰ χαροῦμε ὅσο καὶ ὅπως πρέπει τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης, πρέπει νὰ περάσουμε τὴν πίκρα τῆς ταφῆς μας. Πρέπει νὰ πονέσουμε γιὰ τὴν ἀπείθειά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ πικραθοῦμε γιὰ τὴν ἀποστασία τοῦ κόσμου, νὰ πεθάνουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἔγιναν μέσα μας ἀπὸ τὴν παρατεταμένη ἁμαρτία μας, νὰ πετάξουμε τὴν κοσμική μας ὑπόσταση μὲ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ τὰ ἐπιχειρήματά της, κι ἔτσι θὰ νιώσουμε τὴ μεγάλη χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἐτοιμάζει γιὰ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οἱ ἀγῶνες καὶ τὰ παλαίσματα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀποσκοποῦν στὴ θανάτωση τῶν παθῶν μας, στὸ πέρασμα τοῦ κοσμικοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπ’ τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου, ὥστε ὁ ἀναστημένος ἑαυτός μας νὰ βγεῖ ὁλόχαρος καὶ παντοδύναμος ἀπὸ τὸν τάφο.

Ὁ πολιτισμός μας μᾶς ποτίζει ἀναισθησία, γιὰ τὸν παγκόσμιο πόνο. Μᾶς διασκεδάζει τοὺς φόβους μας, τὶς πίκρες αὐτῆς τῆς ζωῆς, τὶς ἐνοχές μας · μᾶς πληροφορεῖ “ ἐπιστημονικά ” ὅτι δὲν εἴμαστε τίποτε παραπάνω ἀπὸ μιὰ ῥάτσα πιθήκων ἐξελιγμένη, ὅτι ὁ Θεὸς βέβαια δὲν ὑπάρχει καὶ κάθε ἐπιθυμία μας μπορεῖ ἄνετα νὰ ἱκανοποιηθεῖ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀναισθητικά, ποὺ συμπληρώνονται μὲ τὶς “ οὐσίες ”, τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὶς θορυβώδεις διασκεδάσεις, πῶς νὰ στοχαστεῖ κανεὶς πάνω στὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς, πῶς νὰ πονέσει, νὰ φοβηθεῖ, νὰ μετανοήσει, νὰ νοσταλγήσει ; Ὁ καθένας πασχίζει νὰ πεισθεῖ ἀπὸ μόνος του ὅτι ζεῖ σ’ ἕναν Παράδεισο, τὸν μόνον ὑπαρκτὸ Παράδεισο κι ἐπειδὴ ἡ ψυχή του δὲν συμφωνεῖ, ἀντιδρᾷ μὲ ἀπρόσκλητη κατάθλιψη. Ἡ κατάθλιψη, τακτικὸ γνώρισμα τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι τὸ τελευταῖο χαρτὶ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τοὺς “ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθημένους . . .”

Ἡ Ἀνάσταση ξυπνᾷ τὶς καρδιὲς στὴ χαρὰ καὶ στὴ γλυκιὰ ἐλπίδα. Οἱ ψυχές μας ὅμως, πρέπει νὰ τ’ὁμολογήσουμε, πατοῦν μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὸ κατώφλι τοῦ Παραδείσου. Εἴμαστε δηλαδὴ δίψυχοι σὰν τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ πρὶν ἀπὸ τὴν ψηλάφηση. Γι’ αὐτὸ οἱ ψυχές μας δὲν εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης.

Μᾶς βασανίζουν τὰ οἰκονομικὰ προβλήματα, σὰν νὰ μὴ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς κάτι πολὺ πολὺ σπουδαιότερο, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του. Καὶ μᾶς τὸ εἶπε ξεκάθαρα ὅτι ἀξίζουμε πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, γιὰ νὰ συμπεριλάβει μαζὶ μὲ τὸ οἰκονομικό μας πρόβλημα καὶ τὸ αἰσθητικό. Μὲ πόση ὀμορφιὰ στολίζει ὁ Δημιουργὸς τὸν κόσμο, ποὺ δημιούργησε ! Καὶ ὅμως ἐμεῖς διαφωνοῦμε μὲ τὴν αἰσθητικὴ τοῦ Θεοῦ καὶ φτιάχνουμε τὴ δική μας αἰσθητική · κι ἐνῷ θαυμάζουμε τὴν αἰσθητικὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ φύση, προβάλλουμε τὴ δική μας ὄχι γιατὶ εἶναι ἀνώτερη, ἀλλὰ γιατὶ εἶναι δική μας, δηλαδὴ ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει λοιπὸν ὄχι ἀτονία τῆς σχέσης μας μὲ τὸ Θεὸ ἀλλὰ ἔχθρα.

Μᾶς βασανίζουν τὰ πολιτικὰ-στρατηγικὰ προβλήματα, μία ἀκόμα ματαιότητα, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πάρει τὴν γῆ καὶ νὰ φύγει, γιατὶ ὅπως ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης ἡ γῆ δὲν ἔχει κερκέλια νὰ τὴν τραβήξεις. Ὅλες οἱ παρακινήσεις τοῦ δαίμονα εἶναι ἀπάτες καὶ γελοιοποιήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ διάβολος γελοιοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ γελοιοποιήσει τὸν Πλάστη τους ! Ἔχει λυσσαλέα ἐπιθυμία νὰ καταστρατηγήσει αὐτό, ποὺ λέει ὁ 71ος Ψαλμός :
“ Ἔστη ὁ Θεὸς ἐν συναγωγῇ θεῶν . . .
ἐγὼ λέω ὑμῖν θεοὶ ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες, ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε. ”

Καὶ εἴμαστε θεοὶ βέβαια, γιατὶ εἴμαστε κατὰ χάριν μέτοχοι τῆς ὑπόστασης τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ γι’ αὐτὸ εἴμαστε μέτοχοι καὶ στὴ χαρὰ καὶ στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης.
Ἀκούσαμε ὅμως στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος ἐμακάρισε τοὺς “ μὴ ἰδόντας καὶ πιστεύσαντας ” ἀλλὰ στὸν ἄπιστο ὡς τότε Θωμᾶ ἔκανε ἕνα πολὺ μεγαλύτερο δῶρο, τοῦ χάρισε τὴν μοναδικὴ ἐμπειρία νὰ ψηλαφήσει τὴν πλευρὰ καὶ τὰ χέρια Του τ’ ἀναστημένα · δηλαδὴ τοῦ ἔδωσε νὰ ψηλαφήσει τὸν Παράδεισο !

Ἡ βεβαίωση γιὰ τὴν Ἀνάσταση δὲν διατυπώνεται διανοητικά, δηλαδὴ ὡς βεβαίωση γιὰ μία κατάσταση, ἀλλὰ διατυπώνεται προσωπικά : “ Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου”. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις, οἱ ἔννοιες, οἱ ἰδέες ὅλες μέσα στὴ φωτισμένη καρδιὰ γίνονται πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διανοούμενη ἔκφραση εἶναι ἡ ἔννοια τῆς Ἀνάστασης ἐνῷ ἡ ἀληθινὴ εἶναι ὁ Ἀναστημένος Χριστός.

Καὶ οἱ ἀρετὲς ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὴ θέα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κάποιες ἀφηρημένες ἔννοιες, λ.χ καθαρότητα, πνευματικότητα, λατρεία, εὐλάβεια κλπ. ἀλλὰ οἱ ζωντανὲς ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ καὶ στὸ νοῦ του. Ἡ σχέση μας μὲ τὸν Ἀναστάντα Κύριο εἶναι προσωπικὰ ἐρωτική, ὅπως μιὰ ἐρωτευμένη κόρη δὲν ἀναζητᾷ τὸν ἔρωτα, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ νυμφίο.

Ἔτσι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς κι ἐμεῖς γευόμαστε Χριστό, ὅπως μιὰ μάννα γεύεται τὴ χαρὰ γιὰ τὸ παιδί, ποὺ κρατᾷ στὴν ἀγκαλιά της κι ὄχι τὴν ἔννοια ἢ τὴν ἰδέα τῆς μητρότητας. Αὐτὴ ἡ διευκρίνιση ἔχει κεφαλαιώδη σημασία, γιατὶ ὅλη ἡ λεγόμενη ἀνθρωπιστικὴ παιδεία τοῦ Διαφωτισμοῦ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὶς ἔννοιες κι ὄχι στὶς ἐμπειρίες τῶν ὑπαρκτῶν προσώπων καὶ πραγμάτων. Ὅσο κρατιόμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Εὐρωπαϊκὸ Διαφωτισμό, ζοῦμε τὴν ἀλήθεια σὰν πανηγύρι χαρᾶς μὲ τὸν Πατέρα καὶ τοὺς ἀδερφούς μας. Ἄρα ὄχι μόνο οἱ μάταιες ἔγνοιες γιὰ δόξα καὶ πλοῦτο μᾶς στεροῦν τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκπτωση τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου σὲ ἔννοια, σὲ κατάσταση ἔστω καὶ στὴν πιὸ καλοσυστημένη. Καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας, ποὺ παίζουν τόσο κρίσιμο ῥόλο στὴ σωτηρία μας, βιώνονται σὰν καυτὲς ἀνάσες ἀγάπης τοῦ Νυμφίου καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς χαροποιοῦν, ἐνῷ μᾶς δεσμεύουν.

Τώρα ἂν θέλουμε νὰ ἀποκαταστήσουμε στὴν καρδιά μας τὸ ἔλλειμμα τῆς Ἀναστάσιμης χαρᾶς, πρέπει, ἀδερφοί μου, νὰ πεθάνουμε “ σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις”, ν’ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ ὅλη τὴ Δημιουργία · αὐτὸ σημαίνει νὰ γεμίσουμε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ αὐτὴ τὴν ἔγνια. Θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ πεῖ κανεὶς πὼς ἂν δὲν σὲ σπρώχνει σ’ αὐτὸ μιὰ λαχτάρα τῆς καρδιᾶς, πῶς θὰ τὸ κάνεις ; Σᾶς θυμίζω ὅτι καὶ ὅταν ἕνα μέλος τοῦ σώματός μας δὲν λειτουργεῖ σωστά, τὸ θεραπεύουμε καὶ μάλιστα συχνὰ μὲ ὀδυνηρὲς θεραπεῖες. Δὲν λογαριάζομε ἂν τὸ ἴδιο τὸ μέλος ἔχει ἔφεση νὰ θεραπευτεῖ, ὁ νοῦς μας ξέρει καὶ ὁδηγεῖ στὴ θεραπεία του. Καὶ ὁ νοῦς ὁ βαφτισμένος φωτίζεται πάντοτε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο βέβαια τὸ ἐπικαλεῖται καὶ τὸ δέχεται. Ὁ νοῦς λοιπὸν ὅταν εἶναι νοῦς Χριστοῦ, ἐκβιάζει τὴν καρδιὰ κι αὐτὸς ὁ ἐκβιασμὸς ἔχει μεγάλο βραβεῖο, γιατὶ εἶναι καθαρὴ θέληση, ψύχραιμη ὑπακοὴ στὸ θέλημα του Θεοῦ.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐκτέλεση ῥητῆς προσταγῆς, εἶναι τὸ κυνήγι τῆς χαρᾶς, ποὺ πάντα τὴ συνοδεύει, μιᾶς χαρᾶς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴ μετάφραση στὴν ὁμηρικὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀνάστασης, ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐρμηνεύει τὴν ἔκφραση “ εἰρήνη ὑμῖν ” μὲ τὸ στίχο : Εἰρήνη ὑμῖν, φίλοι, ἠσυχίη τ’ἐρατεινή.

Δὲν ἦταν δυνατόν, βλέπετε, ν’ἀποδοθεῖ ἡ χριστιανικὴ εἰρήνη μὲ τὴ σκέτη λέξη εἰρήνη τῆς Ἑλληνικῆς προχριστιανικῆς περιόδου. Ἐκεῖ εἰρήνη σημαίνει τὴν ἁπλὴ ἀταραξία, εἰρήνη ὅμως τοῦ Χριστοῦ πρῶτον δὲν διατυπώνεται κατηγορηματικὰ ὅπως τὰ στρατιωτικὰ παραγγέλματα, ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προσφώνηση “ φίλοι ”, ποὺ τὴν κάνει ν’ ἀκούγεται ὡς εὐχὴ κι ὄχι προσταγή. Ὕστερα συμπληρώνεται μὲ τὸ ἡσυχίη ( ἀντὶ τοῦ Ἀττικοῦ ἡσυχία ) ἐρατεινή. Ἡ ἡσυχία παραπέμπει στὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐπίθετο ἐρατεινή, ποὺ γίνεται ἀπ’ τὸ ῥῆμα ἐράω ἐρῶ, ποὺ σημαίνει ἀγαπῶ, ἐρωτεύομαι, κάνει αὐτὴ τὴν ἠσυχία νὰ μὴν εἶναι ἁπλὴ ἀφαίρεση θορύβου καὶ ἀνησυχίας ἀλλὰ μιὰ ἠσυχία γεμάτη ἔρωτα, ὅπως ὅταν κοιτάζονται στὰ μάτια δύο ἐρωτευμένοι καὶ βυθομετροῦν τὴν ἀγάπη τους χωρὶς νὰ λένε τίποτα. Τέτοια ἦταν ἡ ἡσυχία τῆς ματιᾶς τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, ὅταν τὴν ἔρριχνε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ ἡ καρδιά του σπαρταροῦσε ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς λατρείας.

Τέτοια εἶναι, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης κι ἂν μιμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Πορφύριο στὸν τρόπο, ποὺ τὴν κέρδιζε κι ἔδιωχνε τὴ λύπη, θὰ πρέπει νὰ καταφύγουμε κι ἐμεῖς στὴν ἐξομολόγηση. Μὲ τὴν ἐξομολόγηση εἰσπράττουμε τὰ χειροκροτήματα τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων καὶ ντυνόμαστε τὴ λαμπρὴ στολὴ τῆς χαρᾶς.

Τώρα θὰ πρέπει νὰ δικαιώσουμε καὶ τὴν ἐπικεφαλίδα τῆς ὀμιλίας αὐτῆς, ποὺ τελειώνει στὸ “ 2015 ”. Τὰ γεγονότα, ποὺ πέφτουν ἀλλεπάλληλα πάνω μας καὶ θέλουν νὰ μᾶς ταράξουν, εἶναι πολλὰ καὶ τὰ ξέρουμε ὅλοι. Ἂν ἔλειπε τὸ οἰκονομικὸ ( ἐργασιακὸ-εἰσοδηματικὸ ) πρόβλημα, τὰ ἄλλα θὰ μᾶς φαίνονταν καὶ λίγα καὶ μικρά. Ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω γιὰ ἄλλο στίχο ὁ ψαλμῳδὸς τὸ λέει μὲ μεγάλη σαφήνεια : “ Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνά σου κι αὐτὸς σὲ διαθρέψει ”. Δὲν μένει λοιπὸν τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ προσευχή. Μπορεῖ νὰ δυσκολευτοῦμε τὸ 2015 περισσότερο ἀπὸ ἄλλες χρονιές, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ θὰ χρειαστοῦμε περισσότερη προσευχή. Ἔτσι τὸ δυστύχημα καταλήγει σὲ εὐτύχημα. Βέβαια ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνεργία, ἀπολέμητο κακό. Σ’ αὐτὴ τὴ δυσκολία, ποὺ εἶναι μεγάλη, ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ φανεῖ ἡ ἐφευρετικὴ φιλανθρωπία, ἁρετὲς ποὺ χρειάζονται πολλὴ Ἐκκλησία, πολλὴ θεία χάρη.

Ὕστερα θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρατευθεῖ ἡ λιτότητα. Ὁ κοσμος θεωρεῖ τὴ λιτότητα ταπεινωτικὴ καὶ στερητικὴ τῆς εὐτυχίας. Μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ θεωροῦμε τὴ λιτότητα τόσο ὑποχρεωτικὴ ὅσο καὶ ἀπελευθερωτικὴ ἀρετή. Ἡ λιτότητα κάνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πλούσιους σύμφωνα μὲ τὸ ἀπόφθεγμα : “ Τίς ἐστιν πλούσιος ; Ὁ ἐν ὁλίγοις ἀναπαυόμενος ”. Τὸ ὅτι εἴχαμε χάσει κατὰ πολὺ τὴν ἀρετὴ τῆς λιτότητας φαινόταν ἐπὶ χρόνια μὲ τὰ πολλὰ δάνεια ποὺ παίρναμε ὅλοι. Ὁ μέγας Βασίλειος βαθμολογεῖ πολὺ αὐστηρὰ τὰ δάνεια, γιατὶ μαρτυροῦν ἀκόρεστη δίψα πλουτισμοῦ καὶ χλιδῆς.

Βάση τῶν ἄλλων ἀρετῶν, ποὺ μᾶς χρειάζονται πάντα καὶ ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνᾶμε, εἶναι ἡ ταπείνωση. Μὲ τὴν ταπείνωση ὁ Χριστιανὸς θὰ λέει ὅτι οἱ δυσκολίες τῶν ἡμερῶν μᾶς βρῆκαν “ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ” ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας γιὰ τὴν ἅλωση. Ἀκόμη μὲ τὴν ταπείνωση ὁ κάθε ἄνεργος θ’ ἀναλαμβάνει κάθε δουλειά, ποὺ τοῦ προτείνεται, καὶ θὰ θυμᾶται ὅτι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐξοικονομοῦσε τὸ ψωμί του ὡς βοηθὸς τοῦ μαραγκοῦ Ἰωςὴφ τοῦ μνήστορος. Πειρασμὸ γιὰ τὸν Ἕλληνα τῶν ἡμερῶν ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ περιφρόνηση ποὺ εἰσπράττουμε ἀπὸ τοὺς ξένους “ ἑταίρους μας ” . Κι αὐτὸ ἂς τὸ δεχτοῦμε ὡς αὐτονόητο καὶ ἀναμενόμενο κι αὐτὸ μέσα σ’ ἕνα κόσμο, ποὺ δὲν ἔχουν κυριολεκτικὰ τὸν Θεό τους.

Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι καὶ μέσα στὸν δικό μας λαὸ ἐπικρατεῖ τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου, ἀκόμα καὶ μέσα στὶς οίκογένειες. Ἀπὸ τὰ μέλη τῆς δυναμικῆς ἡλικίας πετιοῦνται στὸ περιθώριο ἀνήμποροι γέροι καὶ ἀνυπεράσπιστα βρέφη καὶ μάλιστα δολοφονοῦνται ἀνελέητα μὲ τὶς ἐκτρώσεις ἑκατοντάδες χιλιάδες βρέφη. Ὅταν στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα συμβαίνουν αὐτά, ἀπαιτοῦμε ἀνώτερα ἀπὸ τοὺς ἀλλοτριωμένους Εὐρωπαίους!

Ἂς ἰδοῦμε τὴ συμπεριφορὰ τῶν ξένων δανειστῶν μας ὡς παιδαγωγικὴ τιμωρία κι ἂς εἰρηνεύουμε. Γιὰ ὅλα τὰ βάσανά μας καὶ τὶς ἀδικίες τῶν ξένων ἂς παρηγορηθοῦμε μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μέσα στὰ σπίτια μας καὶ μέσα στὴν πατρίδα μας.

Σὲ ὅλες τὶς δυσάρεστες ἀκόμα καὶ στὶς εὐχάριστες προκλήσεις, ποὺ λυμαίνονται τὴν χαρά μας τὴν ἀληθινή, ἂς προτάξουμε τὸ “ Χριστὸς ἀνέστη ”.

Κι ἂς τελειώσουμε, ἀδερφοί μου, τὸ λόγο αὐτὸν μ’ ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος πρὸς τὴν Θεοτόκον τοῦ Θεοφάνους τοῦ Γραπτοῦ ἀπ’ τὸ Θεοτοκάριον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου : “ Ἐχθροῖς παρατάχθητι τοῖς πολεμοῦσιν ἡμῖν · δεινῶς γὰρ ἐπέβησαν τῇ κληρουχίᾳ τῇ σῆ, Μαρία Παντάνασσα. Ὄλεσον αὐτοχείρως τῶν βαρβάρων τὰ θράση, γνώτωσαν τὴν ἰσχύν σου φιλοπόλεμα ἔθνη. Νεύματι σῷ πάντας ἀφάνισον ”.

 

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς